στήριγμα
[ˈstiriɣma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- στήριγμα
- Strebeθηλυκό | Femininum, weiblich fστήριγμα τεχνική | Technikτεχνστήριγμα τεχνική | Technikτεχν
examples
- στήριγμα κεφαλιούKopfstützeθηλυκό | Femininum, weiblich f