στέλεχος
[ˈstelexos]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stängelαρσενικό | Maskulinum, männlich mστέλεχος βοτανική | Botanikβοτστέλεχος βοτανική | Botanikβοτ
- Stielαρσενικό | Maskulinum, männlich mστέλεχοςστέλεχος
- Kaderαρσενικό | Maskulinum, männlich mστέλεχος πολιτική | Politikπολιτστέλεχος πολιτική | Politikπολιτ
- Führungskraftθηλυκό | Femininum, weiblich fστέλεχος με ιδιαίτερες αρμοδιότητες μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφστέλεχος με ιδιαίτερες αρμοδιότητες μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ