στέκι
[ˈstekji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Stammlokalουδέτερο | Neutrum, sächlich nστέκιStammkneipeθηλυκό | Femininum, weiblich fστέκιστέκι
- Stammtischαρσενικό | Maskulinum, männlich mστέκι τραπέζιστέκι τραπέζι
- Stammplatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mστέκι θέσηστέκι θέση