„στάμνα“: θηλυκό στάμνα [ˈstamna]θηλυκό | Femininum, weiblich f, σταμνί [staˈmni]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Krug (Wasser-)Krugαρσενικό | Maskulinum, männlich m στάμνα στάμνα