„σπρώχνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα σπρώχνομαι [ˈzbroxnome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich drängen sich drängen σπρώχνομαι σπρώχνομαι