„σπορέλαιο“: ουδέτερο σπορέλαιο [spoˈreleo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pflanzenöl Pflanzenölουδέτερο | Neutrum, sächlich n σπορέλαιο σπορέλαιο