„σπείρωμα“: ουδέτερο σπείρωμα [ˈspiroma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gewinde Gewindeουδέτερο | Neutrum, sächlich n σπείρωμα τεχνική | Technikτεχν σπείρωμα τεχνική | Technikτεχν