σπείρα
[ˈspira]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Spiraleθηλυκό | Femininum, weiblich fσπείρασπείρα
- Bandeθηλυκό | Femininum, weiblich fσπείρα συμμορίασπείρα συμμορία
- Magnetspuleθηλυκό | Femininum, weiblich fσπείρα ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρσπείρα ηλεκτρολογία | Elektrizität, Elektrotechnikηλεκτρ