„σπαρτιάτικος“ σπαρτιάτικος [sparˈtjatikos], σπαρτιάτικη, σπαρτιάτικοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) spartanisch spartanisch σπαρτιάτικος σπαρτιάτικος