„σπίθα“: θηλυκό σπίθα [ˈspiθa]θηλυκό | Femininum, weiblich f, σπινθήρας [spinˈθiras]αρσενικό | Maskulinum, männlich mκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Funke Funke(n)αρσενικό | Maskulinum, männlich m σπίθα σπίθα