σπάταλος
[ˈspatalos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, σπάταλη, σπάταλοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verschwenderischσπάταλοςσπάταλος
σπάταλος
[ˈspatalos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verschwenderαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσπάταλοςσπάταλος