σπάσιμο
[ˈspasimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bruchαρσενικό | Maskulinum, männlich mσπάσιμο πράξηZerbrechenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσπάσιμο πράξησπάσιμο πράξη
- Zerspringenουδέτερο | Neutrum, sächlich nσπάσιμο γυαλιούσπάσιμο γυαλιού
- Bruchstelleθηλυκό | Femininum, weiblich fσπάσιμο το σημείο του σπασίματοςσπάσιμο το σημείο του σπασίματος
examples
- σπάσιμο αστραγάλουKnöchelbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σπάσιμο γνάθουKieferbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m