„σοφός“: επίθετο, ως επίθετο σοφός [soˈfos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, σοφή, σοφό Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) weise weise σοφός σοφός „σοφός“: αρσενικό σοφός [soˈfos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gelehrte, Weiser Gelehrteαρσενικό | Maskulinum, männlich m σοφός Weiserαρσενικό | Maskulinum, männlich m σοφός σοφός