„σουβλιά“: θηλυκό σουβλιά [suˈvʎa]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) stechender Schmerz, Stich, Stechen stechender Schmerzαρσενικό | Maskulinum, männlich m σουβλιά πόνος Stichαρσενικό | Maskulinum, männlich m σουβλιά πόνος Stechenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σουβλιά πόνος σουβλιά πόνος