σουβλάκι
[suˈvlakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fleischspießαρσενικό | Maskulinum, männlich mσουβλάκιSchaschlikαρσενικό | Maskulinum, männlich mσουβλάκισουβλάκι