σοκολάτα
[sokoˈlata]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schokoladeθηλυκό | Femininum, weiblich fσοκολάτα κ. ρόφημασοκολάτα κ. ρόφημα
examples
- σοκολάτα γάλακτοςVollmilchschokoladeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σοκολάτα νουγκατίναNugatschokoladeθηλυκό | Femininum, weiblich f