„σοκάρω“: μεταβατικό ρήμα σοκάρω [soˈkaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ισα/-α; -ίστηκα; -ισμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schockieren schockieren σοκάρω σοκάρω