σνίτσελ
[ˈsnitsel]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schnitzelουδέτερο | Neutrum, sächlich nσνίτσελσνίτσελ
examples
- σνίτσελ του κυνηγούJägerschnitzelουδέτερο | Neutrum, sächlich n