„σλιπ“: ουδέτερο σλιπ [slip]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, σλιπάκι [sliˈpakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Slip, Schlüpfer, Unterhose Slipαρσενικό | Maskulinum, männlich m σλιπ και για τα δύο φύλα σλιπ και για τα δύο φύλα Schlüpferαρσενικό | Maskulinum, männlich m σλιπ κιλοτάκι σλιπ κιλοτάκι Unterhoseθηλυκό | Femininum, weiblich f σλιπ αντρικό σλιπ αντρικό