„σκύψιμο“: ουδέτερο σκύψιμο [ˈskjipsimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Bücken, Beugen Bückenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σκύψιμο Beugenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σκύψιμο σκύψιμο