σκωληκοειδίτιδα
[skolikoiˈðitiða]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Blinddarmentzündungθηλυκό | Femininum, weiblich fσκωληκοειδίτιδα ιατρική | MedizinιατρAppendizitisθηλυκό | Femininum, weiblich fσκωληκοειδίτιδα ιατρική | Medizinιατρσκωληκοειδίτιδα ιατρική | Medizinιατρ