„σκούρος“ σκούρος [ˈskuros], σκούρα, σκούροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, σκουρόχρωμος [skuˈroxromos], σκουρόχρωμη, σκουρόχρωμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dunkel dunkel σκούρος σκούρος