„σκουφί“: ουδέτερο σκουφί [skuˈfi]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, σκούφια [ˈskufja]θηλυκό | Femininum, weiblich f, σκούφος [ˈskufos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mütze Mützeθηλυκό | Femininum, weiblich f σκουφί σκουφί