„σκουρομάλλης“ σκουρομάλλης [skuroˈmalis], σκουρομάλλης, σκουρομάλλεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dunkelhaarig dunkelhaarig σκουρομάλλης σκουρομάλλης