„σκουριάζω“: αμετάβατο ρήμα σκουριάζω [skuˈrjazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verrosten, rostig werden, einrosten verrosten, rostig werden σκουριάζω σκουριάζω einrosten σκουριάζω και | undκ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ σκουριάζω και | undκ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ