„σκουπίδι“: ουδέτερο σκουπίδι [skuˈpiði]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n <συνήθως | meistσνθπληθυντικός | Plural pl> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Müll Müllαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκουπίδι σκουπίδι examples κάνω κάποιον σκουπίδι οικείο | umgangssprachlichοικ jemanden zur Schnecke machen κάνω κάποιον σκουπίδι οικείο | umgangssprachlichοικ