„σκουπάκι“: ουδέτερο σκουπάκι [skuˈpakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Handbesen Handbesenαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκουπάκι σκουπάκι