„σκονίζομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα σκονίζομαι [skoˈnizome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) staubig werden, verstauben staubig werden, verstauben σκονίζομαι σκονίζομαι