„σκολόπεντρα“: θηλυκό σκολόπεντρα [skoˈlopendra]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Assel Asselθηλυκό | Femininum, weiblich f σκολόπεντρα ζωολογία | Zoologieζωολ σκολόπεντρα ζωολογία | Zoologieζωολ