„σκληρυμένος“ σκληρυμένος [skliriˈmenos], σκληρυμένη, σκληρυμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verhärtet verhärtet σκληρυμένος σκληρυμένος