σκιέρ
[skjiˈer]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Skifahrerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fσκιέρσκιέρ
examples
- σκιέρ ανώμαλου δρόμουLangläuferαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f