σκεύασμα
[ˈskjevazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Präparatουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκεύασμασκεύασμα
examples
- σκεύασμα ινσουλίνηςInsulinpräparatουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σκεύασμα ιωδίουJodpräparatουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σκεύασμα καταστολής της όρεξηςAppetithemmerαρσενικό | Maskulinum, männlich mAppetitzüglerαρσενικό | Maskulinum, männlich m