„σκεπασμένος“ σκεπασμένος [skjepazˈmenos], σκεπασμένη, σκεπασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zugedeckt, überdacht zugedeckt σκεπασμένος σκεπασμένος überdacht σκεπασμένος στεγασμένος σκεπασμένος στεγασμένος