σκελετωμένος
[skjeletoˈmenos], σκελετωμένη, σκελετωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- abgezehrt, ausgemergeltσκελετωμένοςσκελετωμένος
Thank you for your feedback!