„σκαρλάτος“ σκαρλάτος [skarˈlatos], σκαρλάτη, σκαρλάτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) scharlachrot scharlachrot σκαρλάτος σκαρλάτος