„σκαλωσιά“: θηλυκό σκαλωσιά [skaloˈsja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gerüst (Bau-)Gerüstουδέτερο | Neutrum, sächlich n σκαλωσιά σκαλωσιά