„σκίρτημα“: ουδέτερο σκίρτημα [ˈskjirtima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Freudensprung Freudensprungαρσενικό | Maskulinum, männlich m σκίρτημα σκίρτημα