„σκάζω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα σκάζω [ˈskazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) σκάζω → see „σκάω“ σκάζω → see „σκάω“