„σιδεράκια“: πληθυντικός ουδετέρου σιδεράκια [siðeˈrakjja]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zahnspange Zahnspangeθηλυκό | Femininum, weiblich f σιδεράκια σιδεράκια