„σιγοψήνω“: μεταβατικό ρήμα σιγοψήνω [siɣoˈpsino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schmoren schmoren σιγοψήνω γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ κρέας σιγοψήνω γαστρονομία | Kochkunst, Gastronomieγαστρ κρέας