„σιγοψήνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα σιγοψήνομαι [siɣoˈpsinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) schmoren schmoren σιγοψήνομαι σιγοψήνομαι