„σημαδούρα“: θηλυκό σημαδούρα [simaˈðura]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Boje Bojeθηλυκό | Femininum, weiblich f σημαδούρα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ σημαδούρα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ