„σεμνοπρέπεια“: θηλυκό σεμνοπρέπεια [semnoˈprepia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sittsamkeit Sittsamkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f σεμνοπρέπεια σεμνοπρέπεια