σγουρός
[zɣuˈros], σγουρή, σγουρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- σγουρή ουράθηλυκό | Femininum, weiblich fRingelschwanzαρσενικό | Maskulinum, männlich m