σαρκώδης
[sarˈkoðis], σαρκώδης, σαρκώδεςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- fleischigσαρκώδηςσαρκώδης
examples
- σαρκώδης καρπόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBeerenobstουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- σαρκώδης ντομάταθηλυκό | Femininum, weiblich fFleischtomateθηλυκό | Femininum, weiblich f