σανιδένιος
[saniˈðenios], σανιδένια, σανιδένιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- σανιδένιος φράχτηςαρσενικό | Maskulinum, männlich mBretterzaunαρσενικό | Maskulinum, männlich m