„σαμπρέλα“: θηλυκό σαμπρέλα [samˈbrela]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schlauch Schlauchαρσενικό | Maskulinum, männlich m σαμπρέλα αυτοκίνητο | Autoαυτοκ σαμπρέλα αυτοκίνητο | Autoαυτοκ