„σαμποτάζ“: ουδέτερο σαμποτάζ [saboˈtaz]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sabotage Sabotageθηλυκό | Femininum, weiblich f σαμποτάζ σαμποτάζ