„σαλπάρω“: αμετάβατο ρήμα σαλπάρω [salˈparo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) in See stechen in See stechen σαλπάρω ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ σαλπάρω ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ