„σέρφινγκ“: ουδέτερο σέρφινγκ [ˈserfiŋ(g)]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Surfen (Wind-)Surfenουδέτερο | Neutrum, sächlich n σέρφινγκ αθλητισμός | Sportαθλ σέρφινγκ αθλητισμός | Sportαθλ